Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός

Ο Αγιος Κοσμάς γεννήθηκε το 1714 στην Αιτωλία. «Η πατρίδα μου η ψεύτικη»-μαρτυρεί ο ίδιος-«η γήινος και ματαία, είναι από την επαρχία Απόκουρο. Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου , το γένος μου, ευσεβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί».

Απόκουρο, την εποχή της τουρκοκρατίας ονομαζόταν ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της επαρχίας Τριχωνίδος όπου και βρίσκεται το χωριό Μέγα Δένδρο το οποίο φέρεται ως ιδιαίτερη πατρίδα του αγίου. Οι γονείς του τον βάπτισαν με το όνομα Κώνστας και από βρέφος γαλουχήθηκε με τα νάματα της ορθόδοξης πίστης.

Από μικρός φλέγεται να μορφωθεί, αλλά και να μορφώσει τους συμπατριώτες του, που η αμάθεια και οι εξισλαμισμοί τους έκαναν συχνά να αρνούνται το Χριστό. Όμως, ούτε δάσκαλος, ούτε παπάς υπήρχε στα χωριά των Χριστιανών.

Στα 20 του χρόνια έρχεται ως μαθητής στην Αγία Παρασκευή Βραγγιανών Αγράφων, όπου διδάσκει ο ιεροδιάκονος Ανανίας. Γρήγορα, όμως, αντιλαμβάνεται ότι οι γνώσεις που παίρνει εκεί δεν του είναι αρκετές. Με τη φλογερή δίψα της μάθησης έρχεται το 1743 στο Άγιον Όρος, αρχικά στη Σχολή Βατοπεδίου κι έπειτα στην Αθωνιάδα. Μαθητεύει κοντά στον Ευγένιο Βούλγαρη, τον Παναγ. Παλαμά και άλλους.

Ο Κώνστας κείρεται μοναχός στη μονή Φιλοθέου  με το όνομα Κοσμάς. Εκεί, παρά τις αντιρρήσεις του, χειροτονήθηκε ιερομόναχος για τις ανάγκες της μονής. Δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε στο Άγιο Όρος.   Όλο το διάστημα της μοναχικής του ζωής προσεύχεται θερμά για να του φανερώσει ο Κύριος τρόπο για να ωφελήσει τους αδελφούς του Χριστιανούς.

«Μελετώντας το ιερόν ευαγγέλιον  εύρον μέσα εις τα άλλα και τούτον τον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας, πως δεν πρέπει κανένας χριστιανός- άνδρας ή γυναίκα-να φροντίζει για τον εαυτό του μόνο πώς να σωθή , αλλά να φροντίζει και για τους αδελφούς του, να μην κολασθούν. Ακούοντας κι εγώ –αδελφοί μου- τούτον τον γλυκύτατον λόγον που λέγει ο Χριστός μας, μ’ έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν τόσους χρόνους ωσαν το σκουλήκι όπου τρώγει το ξύλον, τι να κάμω κι εγώ στοχαζόμενος». Θέλοντας να εξακριβώσει, αν η επιθυμία του να βοηθήσει τους υπόδουλους Χριστιανούς είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, μετά από επίμονη προσευχή άνοιξε την αγία Γραφή και βρέθηκε μπροστά στο χωρίο του Απ. Παύλου: «μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος».

Με την πεποίθηση, λοιπόν, ότι  αυτό είναι το θέλημα του Θεού, άφησε το Περιβόλι της Παναγίας και έφτασε στην Πόλη για να συναντήσει τον Πατριάρχη Σεραφείμ Β’. Ο Πατριάρχης, συγκινημένος από τον ιερό σκοπό του, του έδωσε ευλογία και γραπτή άδεια κηρύγματος. Έτσι, περί τα 1760 ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο. Άρχισε από την Κωνσταντινούπολη, την Ανδριανούπολη και διασχίζοντας τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία έφτασε μέχρι την πατρίδα του. Τέσσερεις περιοδείες έκανε διασχίζοντας την υπόδουλη ρωμιοσύνη απ’ άκρη σ’ άκρη. Για 19 ολόκληρα χρόνια ο Πατροκοσμάς οργώνει τη χέρσα γη των Χριστιανών και σπέρνει τον Ευαγγελικό λόγο.

Μιλούσε- συνήθως- στο ύπαιθρο εξ αιτίας του πλήθους του λαού που δε χωρούσε σε καμμιά εκκλησία. Ζητούσε πρώτα να του κατασκευάσουν ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό που τον έστηναν εκεί. Έπειτα, στη βάση του σταυρού, έστηνε το σκαμνί του το οποίο- όπως λένε- του το έφτιαξε για θρόνο ο Κούρτ Πασάς, ανέβαινε σ’ αυτό και δίδασκε.

«Για την αγάπη του Χριστού-αδελφοί μου- βγήκα  κι εγώ έξω από το μοναστήρι και θα ‘θελα να κάμω ένα πράγμα: να ανέβω εις τον ουρανό και να φωνάξω με μια φωνή μεγάλη και να κηρύξω εις όλον τον κόσμο πως μόνος ο Χριστός μου είναι Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός …Επειδή, όμως, δεν μπορώ να κάμω αυτό περπατώ από τόπου εις τόπον και  διδάσκω τους αδελφούς μου το κατά δύναμιν, όχι ως διδάσκαλος, αλλ’ ως αδελφός, χωρίς καμίαν υλικήν αμοιβήν.»

Συζητούσε με τους χωρικούς σ’ έναν ελεύθερο διάλογο, γι αυτό και τα αποτελέσματα του πύρινου αλλά και παρήγορου λόγου του ήταν εκπληκτικά μεγάλο. Μιλά με λόγια γεμάτα στοργή και ενδιαφέρον. Οι απλοϊκοί χωρικοί συγκινημένοι, με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσαν να μείνει στον τόπο τους για να τους μιλά συνεχώς. Ήταν η διδασκαλία του, όπως εκείνη των ψαράδων, πολύ απλή- όπως ομολογεί ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ήταν γαλήνια και ήσυχη, γεμάτη από τη χαρά του ιλαρού και ήσυχου Αγίου Πνεύματος.

Στα κηρύγματά του έθιγε μια πληθώρα θεμάτων όπως: τον Εκκλησιασμό, τη λατρευτική ζωή, την τήρηση της αργία της Κυριακο σώμαής, την τέλεση των μυστηρίων, τη νηστεία, την ευλάβεια στη Θεοτόκο, το σεβασμό στην Ιεροσύνη.  Βασικό του μέλημα, όμως, ήταν η παιδεία.
« Δεν βλέπετε πώς αγρίεψε το Γένος μας από την αμάθεια και γενήκαμεν ωσάν τα θηρία;» και με πατρική αγάπη τους ζητούσε να κάμουν σχολείο «να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα χωρίς πληρωμή, όλα, πλούσια και φτωχά» γιατί  «Καλύτερα να έχης εις την χώραν σου σχολείον ελληνικον, παρά να έχης βρύσες και ποταμούς, διότι η βρύσις ποτίζει το σώμα , το δε σχολείον ποτίζει την ψυχήν»

Ο άγιος Κοσμάς δεν ήταν μόνο Ιεραπόστολος, μόνο Διδάσκαλος και αναμορφωτής του Γένους. Ήταν πολλαπλά χαρισματικός άγιος, θαυματουργός, διορατικός, προορατικός και θεολόγος βαθύς που με άκρα ταπείνωση έκρυβε την αξία, τις δυνατότητες και την μεγάλη του πίστη προς τον «γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν» όπως έλεγε.
Από το στόμα του το Γένος άκουσε πότε θα έρθει το ποθούμενο, δηλαδή η ελευθερία. Μα και άλλα προφήτευσε ο άγιος Κοσμάς:
«Θα δείτε στον κάμπο αμάξι, χωρίς άλογα, να τρέχει γρηγορότερα και από τον λαγόν»
«Θα ‘ρθει καιρός που θα ζωσθεί ο τόπος με μια κλωστή»
« Θα δείτε να πετάνε άνθρωποι στον ουρανό σαν μαυροπούλια και να ρίχνουν φωτιά στον κόσμο»
«Θα έρθει καιρός που θα διευθύνουν τον κόσμο τα άλαλα και τα μπάλαλα»

Η μεγάλη δράση του Αγίου Κοσμά προκάλεσε και το φοβερό μίσος των αντιπάλων του που ήσαν Εβραίοι , Παπικοί και Τούρκοι γιατί τα κηρύγματά του αντιστρατεύονταν τα συμφέροντά τους.  Πήγαν στον Κουρτ Πασά και τον δωροδόκησαν για να συλλάβει και να εκτελέσει τον άγιο. Τον συνέλαβαν στις 23 Αυγούστου του 1779. Με συνοπτικές διαδικασίες οδηγείται στην αγχόνη, στο χωριό Κολικόντασι. Πριν τον κρεμάσουν ζητά από τους δημίους του να προσευχηθεί. 
Στάθηκε και ευλόγησε σταυροειδώς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και παρακάλεσε: Ο Χριστός να ευλογήσει όλα τα χωριά των Χριστιανών , τα σπίτια τους, τους άνδρες, τις γυναίκες, τα παιδιά, τα πράγματά τους καθώς και τα έργα των χειρών τους. Κατόπιν παρέδωσε την αγία του ψυχή, Σάββατο 24 Αυγούστου 1779.

Το τίμιο λείψανο, δεμένο με μια βαριά πέτρα, βυθίζεται στον Αψό ποταμό. Μετά από αναζήτηση τριών ημερών, ο ευσεβής παπα-Μάρκος το αντίκρυσε ξαφνικά μπροστά του ορθό. Το ιερό λείψανο ευτρεπίζεται και με τιμές  ενταφιάζεται στο Νάρθηκα του Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Κολικόντασι. Ο Αλή Πασάς, μετά από 30 χρόνια, αφού είδε να επαληθεύονται οι προφητείες του αγίου, έκτισε επ’ ονόματί του λαμπρό ναό που σώζεται εως σήμερα.
Ζωντανός έμεινε ο άγιος στη μνήμη των Χριστιανών, ο λόγος του δύναμη για τους Χριστιανούς κάθε εποχής: «Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλλω: Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο-όλος ο κόσμος να πέση- δεν ημπορεί να σας τα πάρει, εκτός κι αν τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε, να μην τα χάσετε.»

Κείμενο: Ιωάννα Κατσούλα


Προσαρμογή: Θεοδώρα Βουτσά